τοπογραφικός

τοπογραφικός
-ή, -ό, ΝΜ [τοπογράφος]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοπογραφία
2. φρ. α) «τοπογραφικά σημεία» — τα σημεία τού εδάφους που προσδιορίζονται ως προς τη θέση και το ύψος για τη σύνταξη τοπογραφικού χάρτη
β) «τοπογραφικός χάρτης» — χάρτης που αναπαριστάνει σε ορισμένη κλίμακα την οριζοντιογραφία και την υψογραφία μιας εδαφικής περιοχής
γ) «τοπογραφικό φύλλο» — φύλλο τοπογραφικού χάρτη που περιλαμβάνει τμήμα τής περιοχής, με μεσημβρινές και παράλληλες γραμμές
δ) «τοπογραφική πινακίδα» — τμήμα τού πρωτότυπου τυπογραφικού φύλλου που περιλαμβάνει έκταση ανάλογη προς την κλίμακα υποτύπωσης και προς τις μεσημβρινές και παράλληλες γραμμές
ε) «τοπογραφική κλίμαξ»
(βιογεωγρ.-οικολ.) φυτοκοινωνία κλίμαξ που βρίσκεται σε ένα ομοιόμορφο μακροκλίμα στο οποίο δευτερεύοντα τοπογραφικά στοιχεία, όπως είναι λ.χ. λόφοι, ποταμοί, κοιλάδες ή βυθίσματα χωρίς απορροή, ασκούν ρυθμιστική επίδραση
μσν.
έμπειρος στην περιγραφή ενός τόπου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τοπογραφικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με την τοπογραφία ή τον τοπογράφο: Τοπογραφικά όργανα. 2. τοπογραφική ανατομική, η επιστήμη που εξετάζει κατά περιοχές το σώμα και τη διάταξη των οργάνων σε καθεμιά απ’ αυτές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… …   Dictionary of Greek

  • θεοδόλιχος — Τοπογραφικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, των αζιμουθιακών και ζενιθιακών γωνιών, που είναι απαραίτητες για τον τριγωνισμό, δηλαδή τον προσδιορισμό της θέσης σημείων της γήινης επιφάνειας, τα οποία έχουν… …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • υψομετρικός — και υψιμετρικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υψομετρία ή στο υψόμετρο 2. φρ. α) «υψομετρικά όργανα» (τοπογρ.) γενική ονομασία τών οργάνων που χρησιμοποιούνται στην υψομετρία, όπως είναι το βαρόμετρο, ο χωροβάτης, ο θεοδόλιχος… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Μεγάρων — Η συλλογή των ευρημάτων από τις ανασκαφές στην περιοχή των Mεγάρων εκτίθεται για πρώτη φορά στο κοινό από τις 2 Aπριλίου του 2000 στο ανακαινισμένο κτίριο του τέλους του 19ου αι., που μέχρι τη δεκαετία του 1960 στέγαζε το Δημαρχείο της πόλης… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ναυτικό Ελλάδος (Πειραιώς) — Το μεγαλύτερο Ναυτικό Μουσείο της χώρας ιδρύθηκε το 1949 και από το 1971 στεγάζεται σε ένα ιδιόμορφο κτίριο στο μυχό της Mαρίνας Ζέας στη Φρεαττύδα του Πειραιά. Ανήκει σε ένα κοινωφελές μη κερδοσκοπικό σωματείο και είναι νομικό πρόσωπο Iδιωτικού… …   Dictionary of Greek

  • παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… …   Dictionary of Greek

  • Φάλακι, Μαχμούτ — (1805 – 1885). Αιγύπτιος μαθηματικός και αστρονόμος. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αίγυπτο, συμπλήρωσε όμως τις ανώτερες σπουδές του στην Ευρώπη, και ειδικά στο Παρίσι, όπου έμεινε εννέα χρόνια (1851 60), ως υπότροφος της αιγυπτιακής κυβέρνησης.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”